Με αφορμή την έναρξη των χειμερινών εκπτώσεων, την ερχόμενη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου, ο Εμπορικός Σύλλογος Ηρακλείου δίνει χρήσιμες συστάσεις προς εμπόρους και καταναλωτές.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου 4177/2013, οι χειμερινές εκπτώσεις έτους 2020 θα αρχίσουν τη ΔΕΥΤΕΡΑ 13 Ιανουαρίου και θα λήξουν την ΣΑΒΒΑΤΟ, 29 Φεβρουαρίου 2019.
Κατά τη διενέργεια των εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης.
Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να μην είναι ανακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Θέλουμε να επιστήσουμε την ιδιαίτερη προσοχή σας στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της Υπουργικής Απόφασης 56885/10-11-2014, σε σχέση με την αναγραφή ποσοστού έκπτωσης, όπου ρητά αναφέρεται ότι:
«Κατά τη διενέργεια εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης».
Εφόσον πραγματοποιούνται εκπτώσεις σε περισσότερα από το 60% του συνόλου των πωλούμενων ειδών, η επίδειξη του παρεχόμενου ποσοστού έκπτωσης επιβάλλεται, οπότε θα πρέπει να αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία, ενώ στην περίπτωση που υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να αναγράφεται το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …. % έως …. %»). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο ποσοστό.
Στην πράξη και όπως απορρέει από τις σχετικές διατάξεις, η αναγραφή παλιάς και νέας τιμής είναι επιβεβλημένες και υποχρεωτικές, ενώ η αναγραφή ποσοστού έκπτωσης είναι καταρχήν δυνητική. Στις περιπτώσεις που οι μειωμένες τιμές ξεπερνούν το 60% των πωλουμένων ειδών, τότε και μόνο τότε η αναγραφή ποσοστού καθίσταται υποχρεωτική, οπότε –επιβεβλημένα- θα αναγράφονται και τα δύο, ήτοι παλιά και νέα τιμή και ποσοστό έκπτωσης.
Θυμίζουμε ότι, σε ελέγχους που πραγματοποίησε κατά το παρελθόν η Γενική Γραμματεία Εμπορίου, διαπιστώθηκε ότι πολλοί επιχειρηματίες, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον σχετικό φόρτο εργασίας, δεν αναγράφουν στα υπό έκπτωση προϊόντα την παλιά και την νέα τιμή αλλά καταφεύγουν στην χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης. Δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι αυτή η πρακτική, όσο και αν γίνεται καλοπροαίρετα, παραβιάζει το νόμο και επισύρει αυστηρές κυρώσεις, θεωρούμε δε ότι αυτήν την εποχή της κρίσης είναι εντελώς αχρείαστο να επιβάλλονται αναίτια πρόστιμα που μπορεί να πλήξουν την βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 4177/2013, σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Στην επιβαρυντική περίπτωση που οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό τους ή ως προς την ακρίβεια των αναγραφόμενων τιμών ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση του καταναλωτή, επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Εφόσον το σχετικό πρόστιμο επιβληθεί για δεύτερη φορά ως προς την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, τότε αυτομάτως αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.